βεβαιωτικός — confirmatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης … Dictionary of Greek
βεβαιωτικά — βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc pl βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc/acc dual βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικόν — βεβαιωτικός confirmatory masc acc sg βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικοί — βεβαιωτικός confirmatory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῆς — βεβαιωτικός confirmatory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτική — βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικήν — βεβαιωτικός confirmatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῶς — βεβαιωτικός confirmatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῷ — βεβαιωτικός confirmatory masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)